- θαλασσοκρατώ
- θαλασσοκράτησα, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσοκρατώ — (Α θαλασσοκρατῶ, έω) είμαι κυρίαρχος τών θαλασσών, ηγεμονεύω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κρατώ (< κράτος) πρβλ. ιππο κρατώ, ναυ κρατώ] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek